- αἱρέω
- + V 2-4-3-1-3=13 Dt 26,17.18; Jos 24,15; 1 Sm 19,1; 2 Sm 15,15A: to take, to select [τι] 1 Chr 21,10M: to choose [τι] 2 Sm 15,15; to prefer [τι] Jer 8,3; to take to oneself, to be fond of [τινα] 1 Sm 19,1; to prefer [+inf.] 2 Mc 11,25Cf. HELBING 1928, 60; →TWNT(→ἀναἱρέω, ἀνθυφ-, ἀνταναἱρέω, ἀφαἱρέω, διαἱρέω, ἐξαἱρέω, ἐπαναἱρέω, ἐπιδιαἱρέω, καθαἱρέω, καταδιαἱρέω, παραἱρέω, περιαἱρέω, προαἱρέω, ὑφαἱρέω, ὑπεξ-,,)
Lust (λαγνεία). 2014.